- διασοφίζομαι
- 1) прибегать к софизмам;2) придумывать, измышлять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασοφίζεσθαι — διασοφίζομαι quibble like a sophist pres inf mp διασοφίζομαι quibble like a sophist pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασοφίζηται — διασοφίζομαι quibble like a sophist pres subj mp 3rd sg διασοφίζομαι quibble like a sophist pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσοφίσατο — διασοφίζομαι quibble like a sophist aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)